Willkommen auf den Seiten des Auswärtigen Amts

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό…» Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ

Jacob und Wilhelm Grimm

Jacob und Wilhelm Grimm, © picture-alliance/akg

Άρθρο

Οι αδελφοί Γκριμ ανακάλυψαν το 1803 το ενδιαφέρον τους για τα λαϊκά παραμύθια. Σήμερα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ είναι παγκοσμίως γνωστά και αποτελούν δημοφιλή κινηματογραφικά θέματα.

Τα φλουριά τ’ ουρανού

Τα φλουριά τ’ ουρανού
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό…» Τα φλουριά τ’ ουρανού© picture-alliance

Ήταν μια φορά ένα φτωχό κοριτσάκι, ορφανό από μάνα και πατέρα. Κι ήταν τόσο φτωχό, το δύστυχο, που δεν είχε πια ούτε καμαράκι να μείνει, ούτε κρεβατάκι να πλαγιάσει. Και στο τέλος άλλο δεν είχε παρά μονάχα τα ρουχαλάκια που φορούσε κι ένα κομμάτι ξερό ψωμί στο χέρι, που του το’ χε δώσει κάποια πονετική καρδιά. Ήταν όμως καλό και θεοφοβούμενο κορίτσι. Μόλο που είχε απομείνει, ολομόναχο στη ζωή δεν έχασε το θάρρος του, παρά με πίστη στο Θεό πήρε το δρόμο και πήγαινε. Μετά από λίγο συναντάει έναν φτωχό, που γυρίζει και λέει: «Αχ, δώσε μου κάτι να φάω, γιατί πεθαίνω απ’ την πείνα». Βγάζει λοιπόν το κοριτσάκι το ξεροκόμματο που είχε στην ποδίτσα του, του το δίνει και λέει: «Ο Θεός μαζί σου!» Και συνεχίζει το δρόμο του. Λίγο παρακάτω συναντάει ένα παιδί, που έκλαιγε και θρηνούσε: «Πώς κρυώνει το κεφαλάκι μου, δώσε μου κάτι να τυλιχτώ να μην παγώσω!» Βγάζει ευθύς η μικρή το σκουφάκι της και του το δίνει. Λίγο παρακάτω βλέπει ένα άλλο παιδί, που δεν είχε ρούχο να βάλει πάνω του και κρύωνε. Το κοριτσάκι βγάζει τα δικά του ρούχα και του δίνει ν τα φορέσει. Με τα πολλά φτάνει σ’ ένα δάσος κι είχε σκοτεινιάσει πια. Εκεί συναντάει άλλο ένα γυμνό παιδάκι, που της ζήτησε και το πουκαμισάκι που φορούσε κατάσαρκα. Λέει με το νου του το καλόκαρδο κοριτσάκι: «Τώρα είναι νύχτα και κανείς δεν θα με δει. Ας δώσω και το πουκαμισάκι μου!» Και βγάζει το πουκαμισάκι του και το δίνει και αυτό. Κι εκεί που στεκότανε ολόγυμνο και δεν είχε πια τίποτα, μα τίποτα, πέσανε ξάφνου τ’ αστέρια απ’ τον ουρανό, κι ήταν όλα χρυσά, λαμπερά φλουριά. Και μόλο που είχε μόλις δώσει το πουκαμισάκι του, βρέθηκε να φοράει ένα άλλο, ολοκαίνουργιο, από το καλύτερο λινό. Μάζεψε και τα φλουριά κι έζησε πλούσια ως το τέλος της ζωής της.

(Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, Γ' τόμος, μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα, 1995)

Τα καλικαντζαράκια

Τα καλικαντζαράκια
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό…» Τα καλικαντζαράκια© picture-alliance

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίεο, έπεσε σεε μεγάλη φτώχεια. Και δεν του ’μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε λοιπόν αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδησή του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή του, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τι να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τα ’χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια του άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τα αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Το ’κοψε κι αυτό αποβραδίς να το ’χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει.

Αλλά δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι τα δυο ζευγάρια έτοιμα. Οι πελάτες δεν άργησαν να ’ρθουν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χρήματα αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα παπούτσια έτοιμα. Κι έτσι έγινε και την άλλη και την παράλλη: όσα ζευγάρια παπούτσια έκοβε αποβραδίς, τα ’βρισκε έτοιμα την άλλη μέρα το πρωί. Ώσπου έγινε πλούσιος. Κι ένα βράδυ, λίγο πριν απ’ τα Χριστούγεννα, την ώρα που τέλειωσε την δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα, τι θα ’λεγες να μείνουμε ξύπνιοι τούτη τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη τούτη τη δουλειά για χάρη μας;» Η γυναίκα συμφώνησε και άναψε μια μικρή λάμπα, για να βλέπουν. Ύστερα κρύφτηκαν στη γωνίτσα και κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά, να μην κοιμηθούν.

Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ήρθαν δυο μικρούλικα γυμνά καλικαντζαράκια, κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν τα κομμάτια το δέρμα κι άρχισαν να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο τσαγκάρης έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ την κατάπληξη και το θαυμασμό. Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τέλειωσαν όλη τη δουλειά. Τότε έδωσαν έναν πήδο κι έφυγαν, όπως είχαν έρθει.

Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον άντρα της: «Τα δυο καλικαντζαράκια μας έκαναν πλούσιος. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι γυμνά που τριγυρνάνε, θα κρυώνουν. Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω πουκαμισάκια, παντελονάκια και γιλεκάκια. Και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Κάτσε κι εσύ και φτιάξ’ τους ένα ζευγάρι παπουτσάκια». Ο άντρας δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Ως το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν’ αφήσουν τον πάγκο φορτωμένο με δουλειά, όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους. Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τι θα γίνει. Τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλλά δουλειά δεν βρήκαν. Κι όταν είδαν τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα παπούτσια, απόρησαν στην αρχή. Έπειτα όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν απ’ τη χαρά τους. Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν:

«Είμαστε όμορφα ντυμένοι

Και ποδεμένοι και στολισμένοι!

Με τόση λεβεντιά και χάρη

Γιατί να κάνουμε τον τσαγκάρη;»

Έτσι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ’ όλη την κάμαρη, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Στο τέλος, χορεύοντας πάντα, βγήκαν από την πόρτα και έφυγαν. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Αλλά κι ο τσαγκάρης έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

(Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, Α' τόμος, μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα, 1994)

Η κυρά-Καλή

Η κυρά-Καλή
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό…» Η κυρά-Καλή© picture-alliance

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γυναίκα χήρα, που είχε δυο θυγατέρες. Η μία ήταν όμορφη και πρόθυμη στη δουλειά, η άλλη άσχημη και τεμπέλα. Η μάνα όμως αγαπούσε περισσότερο την άσχημη και τεμπέλα, επειδή ήταν πραγματική της κόρη, ενώ την άλλη που ήταν προγονή της, την έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές και την είχε τη Σταχτοπούτα του σπιτικού της. Το δύστυχο το κορίτσι έπρεπε να βγαίνει κάθε μέρα στο πηγάδι, έξω στη δημοσιά, και να γνέθει ώσπου να ματώσουν τα δάχτυλά της. Μια μέρα λοιπόν το αδράχτι της γέμισε αίμα και το κορίτσι έσκυψε πάνω από το πηγάδι, για να το πλύνει. Το αδράχτι όμως της γλίστρησε μέσα απ’ τα δάχτυλα και της έπεσε στο νερό. Κλαίγοντας έτρεξε στη μητριά της και της διηγήθηκε το πάθημά της. Εκείνη όμως της έβαλε άσπλαχνα τις φωνές και της είπε: «Όπως το ’ριξες το αδράχτι μέσα στο πηγάδι, έτσι θα πας και να το βγάλεις!»

Γύρισε λοιπόν το κορίτσι στο πηγάδι και δεν ήξερε τι να κάνει. Κι η απελπισία του ήταν τόση που πήδηξε μέσα στο πηγάδι για να βγάλει το αδράχτι. Πέφτοντας όλα σκοτείνιασαν γύρω της και λιποθύμησε. Κι όταν συνήλθε, βρέθηκε σε ένα όμορφο λιβάδι, ολάνθιστο, όπου έλαμπε χρυσός ο ήλιος. Το κορίτσι σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει, ώσπου έφτασε σ’ έναν φούρνο γεμάτο καρβέλια. Μόλις την είδα τα ψωμιά άρχισαν να φωνάζουν: «Αχ, βγάλε μας έξω, βγάλε μας έξω γιατί θα καούμε: είμαστε έτοιμα εδώ και πολλήν ώρα!» Πλησίασε τότε το κορίτσι και με το φουρνόξυλο τα ’βγαλε όλα ένα ένα. Ύστερα προχώρησε, ώσπου έφτασε σ’ ένα δέντρο φορτωμένο μήλα και το δέντρο της φώναξε: «Αχ, τίναξέ με, τίναξέ με, όλα τα μήλα είναι γινωμένα!» Και το κορίτσι τίναξε το δέντρο και τα μήλα έπεσαν βροχή. Κι εκείνη συνέχισε να τινάζει τα κλαδιά, ώσπου δεν έμεινε πια κανένα μήλο πάνω στο δέντρο. Κι αφού τα μάζεψε όλα σωρό, συνέχισε το δρόμο της. Ώσπου έφτασε επιτέλους σ’ ένα μικρό σπιτάκι κι είδε μέσα μια γριά με τόσο μεγάλα δόντια που φοβήθηκε και κόντεψε να το βάλει στα πόδια. Η γριούλα όμως φώναξε: «Τι φοβάσαι, κοριτσάκι μου; Μείνε κοντά μου, κι αν φροντίζεις το σπιτικό μου, τότε θα περάσεις καλά μαζί μου. Πρόσεχε μονάχα να τινάζεις καλά το πάπλωμά μου, για ν’ αερίζονται τα πούπουλα, να πέφτουν και να χιονίζει κάτω στη γη … Εγώ είμαι η κυρά-Καλή». (Γι’ αυτό στην Έσση όταν χιονίζει λένε πως «η κυρά-Καλή στρώνει το κρεβάτι της».)

Μιας κι η γριά της είχε μιλήσει με τόση καλοσύνη, το κορίτσι πήρε κουράγιο και δέχτηκε να μπει στη δούλεψή της. Φρόντιζε το σπίτι της μια χαρά και τίναζε το πάπλωμά της όσο μπορούσε πιο δυνατά, ώσπου τα πούπουλα σκορπούσαν κι έπεφταν στη γη σαν νιφάδες χιονιού. Και περνούσε ζωή χαρισάμενη με την κυρά-Καλή, ώσπου ξάφνου άρχισε να στεναχωριέται και δεν ήξερε και ούτε η ίδια το γιατί. Και τελικά κατάλαβε ότι ήταν απ’ τη νοσταλγία για το σπίτι της, κι ας περνούσε εδώ χίλιες φορές καλύτερα. Μια μέρα λοιπόν το είπε στην κυρά της: «Έχω λαχταρήσει το σπίτι μου. Κι όσο καλά κι αν περνώ εδώ κάτω, δεν μπορώ να μείνω άλλο: πρέπει να γυρίσω στους δικούς μου». Η κυρά-Καλή τότε είπε: «Χαίρομαι που θέλεις να γυρίσεις πάλι στους δικούς σου. Κι επειδή μου δούλεψες πιστά και πρόθυμα, θα σ’ ανεβάσω εγώ η ίδια στη γη». Και μ’ αυτά τα λόγια την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε σε μια μεγάλη πύλη. Η πύλη άνοιξε και τη στιγμή που το κορίτσι περνούσε από μέσα της, άρχισε να πέφτει χρυσή βροχή. Κι όλο το χρυσάφι έμεινε πάνω της, ώσπου σκεπάστηκε μ’ αυτό από την κορυφή ως τα νύχια. «Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, επειδή δούλεψες με τόση προθυμία», της είπε η κυρά-Καλή και της έδωσε και το παλιό της αδράχτι, που της είχε πέσει μέσα το πηγάδι. Έπειτα έκλεισε την πύλη και το κορίτσι βρέθηκε στη στιγμή πάνω στη γη, κοντά στο σπίτι της μητριάς του. Κι όταν μπήκε στην αυλή, το κοκόρι στο πηγάδι φώναξε:

«Κικιρίκου! Ήρθε πάλι η χρυσή μας η κοπέλα με κορόνα στο κεφάλι!»

Το κορίτσι μπήκε τότε μέσα στο σπίτι, κι επειδή ήταν έτσι βουτηγμένο στο χρυσάφι, η μητριά τη δέχτηκε όλο χαρά και η αδελφή όλο καλοσύνη.

Και η μικρή κάθισε και τους τα είπε όλα, με το νι και με το σίγμα. Κι όταν η μάνα άκουσε πώς έγινε και απόχτησε τόσα πλούτη, βάλθηκε να στείλει στην κυρά-Καλή και την πραγματική της θυγατέρα, την άσχημη και την τεμπέλα. Την έστειλε λοιπόν κι αυτήν να κάθεται στο πηγάδι και να γνέθει. Και να ματώσει το αδράχτι της, την ορμήνεψε να τρυπήσει το δάχτυλό της στα αγκάθια του φράχτη. Έτσι κι έκανε το κορίτσι˙ κι ύστερα έριξε το αδράχτι στο πηγάδι και πήδησε κι αυτή μέσα. Βγήκε, όπως κι η άλλη, σ’ ένα πανέμορφο λιβάδι και άρχισε να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι. Όταν έφτασε στο φούρνο, τα καρβέλια της φώναξαν: «Αχ, βγάλε μας έξω, βγάλε μας έξω, γιατί θα καούμε: είμαστε έτοιμα εδώ και πολλήν ώρα!» Η τεμπέλα όμως αποκρίθηκε: «Τι λες καλέ; Και γιατί να λερώσω τα χέρια μου;» Και αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της. Ώσπου έφτασε στη μηλιά, κι η μηλιά της φώναξε: «Αχ, τίναξέ με, τίναξέ με, όλα τα μήλα είναι γινωμένα!» Εκείνη όμως αποκρίθηκε: «Τι λες καλέ; Κι αν μου ’ρθει κανένα στο κεφάλι;» Και αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της. Όταν έφτασε στο σπίτι της κυρά-Καλής, δεν φοβήθηκε, γιατί είχε ακούσει για τα μεγάλα της δόντια˙ κι αμέσως μπήκε στη δούλεψή της. Την πρώτη μέρα έβαλε τα δυνατά της και δούλεψε με προθυμία κι άκουγε ό,τι της έλεγε η κυρά της. Γιατί είχε στο μυαλό της το χρυσάφι που θα της χάριζε. Αλλά τη δεύτερη μέρα κιόλας άρχισε να τεμπελιάζει, και την τρίτη δεν ήθελε καν να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της. Ούτε το κρεβάτι της κυρά-Καλής δεν έστρωνε, όπως έπρεπε, ούτε το πάπλωμά της το τίναζε, να φουσκώσουν και να αεριστούν τα πούπουλα.

Κι η κυρά-Καλή γρήγορα τη βαρέθηκε κι αποφάσισε να τη διώξει. Η τεμπέλα χάρηκε, γιατί θάρρεψε πως τώρα την περίμενε η χρυσή βροχή. Η κυρά-Καλή την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε κάτω απ’ τη μεγάλη πύλη: αντί όμως για χρυσάφι, άδειασε πάνω της έναν μεγάλο κουβά καρβουνόσκονη. «Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, για τον καιρό που μου δούλεψες», της είπε η κυρά-Καλή κι έκλεισε την πύλη. Έτσι γύρισε η τεμπέλα σπίτι της, μαυρισμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια. Κι ο κόκορας στο πηγάδι φώναξε, σαν την είδε:

«Κικιρίκου! Ήρθε πάλι η μικρή μας η τεμπέλα μαυρισμένη ως το κεφάλι!»

Κι η καρβουνόσκονη έμεινε κολλημένη πάνω της και δεν έβγαινε, όσο κι αν την έπλενε. Κι έμεινε έτσι ως το τέλος της ζωής της.

(Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, Α' τόμος, μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα, 1994)

www.grimms.de

Επιστροφή στην αρχική σελίδα