Willkommen auf den Seiten des Auswärtigen Amts

Συνέντευξη του Πρέσβη κ. Ερνστ Ράιχελ στην «Ναυτεμπορική»

Πρέσβης Δρ Ερνστ Ράιχελ

Πρέσβης Δρ Ερνστ Ράιχελ, © Γερμανική Πρεσβεία στην Αθήνα

22.11.2021 - Συνέντευξη

Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» και στον δημοσιογράφο Μιχάλη Ψύλο παραχώρησε ο Πρέσβης κ. Ερνστ Ράιχελ.

Συνέντευξη: Μιχάλης Ψύλος

Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές, η χώρα σας οδεύει προς έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό με τη συμμετοχή του SPD, των Πρασίνων και του FDP, υπό τον Όλαφ Σολτς ως καγκελάριο. Τι θα σημαίνει μια τέτοια κυβέρνηση για τις ελληνο-γερμανικές σχέσεις;

«Η Ελλάδα και η Γερμανία διατηρούν ουσιαστικές σχέσεις σε όλους τους σημαντικούς τομείς. Τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και σε όλα τα πεδία, από την οικονομία, τον πολιτισμό και τις επιστήμες έως την κοινωνία των πολιτών. Είμαστε εταίροι στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Είμαι βέβαιος ότι και η επόμενη Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση θα φροντίσει και θα εμβαθύνει περαιτέρω τη στενή αυτή εταιρική σχέση. Επίσης δεν αναμένω κάποια θεμελιώδη μεταβολή στους βασικούς άξονες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, αφού φαίνεται να υπάρχει ευρεία διακομματική συναίνεση, όπως βέβαια και μεγάλη ανάγκη συμβιβασμών σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό τριών κομμάτων».

Η τεράστια αύξηση των τιμών της ενέργειας απασχολεί πλέον ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο. Στην Ε.Ε., όμως, σχηματίζονται δύο στρατόπεδα ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο. Πρόσφατα, η Γερμανία και άλλες οκτώ χώρες υπέγραψαν κοινή επιστολή, με την οποία απορρίπτουν οποιαδήποτε «παρέμβαση στην αγορά ενέργειας της Ε.Ε.». Αντίθετα, οι χώρες του Νότου ζητούν συγκεκριμένα, πανευρωπαϊκά μέτρα στήριξης. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να βρεθεί συμβιβασμός;

«Ακριβώς επειδή η αύξηση των τιμών ενέργειας, για τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους, δημιουργεί προβλήματα σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ειδικά στα ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, δεν θα έπρεπε να προάγουμε έναν νέο διαχωρισμό της Ε.Ε. σε Βορρά και Νότο. Αρκετούς διαχωρισμούς είχαμε στην Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Φυσικά και κατανοώ ότι στην Ελλάδα η κατάσταση για πολλούς καταναλωτές και πολλές καταναλώτριες και ειδικά για πολλές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω και της μακροχρόνιας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Γι’ αυτό εξάλλου η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν πρόβαλε αντιρρήσεις στις Βρυξέλλες όσον αφορά τη δυνατότητα λήψης εθνικών μέτρων για την απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας.

Από πλευράς της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η εργαλειοθήκη που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα μέσα Οκτωβρίου αποτελεί μια καλή βάση για να περάσουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις μας τον χειμώνα. Θεωρώ σημαντικό να επισημάνω ότι η συζήτηση που διεξάγεται αυτή τη στιγμή πανευρωπαϊκά για την αύξηση των τιμών ενέργειας θα πρέπει να διαχωριστεί ουσιαστικά, αλλά και πολιτικά από την ίσως μεγαλύτερη κοινή μας πρόκληση, μια πρόκληση που καλούμαστε κι εμείς στην Ευρώπη να αντιμετωπίσουμε και είναι ο πράσινος μετασχηματισμός των εθνικών μας οικονομιών. Είμαι βέβαιος ότι η μαζική επέκταση των ΑΠΕ που προωθεί δυναμικά η ελληνική κυβέρνηση είναι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ο καλύτερος τρόπος ώστε να παραμείνει η τιμή της ενέργειας προσιτή. Η ανάγκη για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα είναι τεράστια κι η Ε.Ε. καλείται να παίξει έναν σημαντικότερο ρόλο στη χρηματοδότηση και την προώθηση αυτού του είδους των επενδύσεων απ’ ό,τι στην επιδότηση των τιμών ενέργειας ή των καταναλωτών».

Βλέπετε να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή προμήθεια φυσικού αερίου για όλες τις χώρες-μέλη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως συνέβη και με τη συλλογική προμήθεια εμβολίων για την πανδημία;

«Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είναι σκεπτική σ’ αυτό το ζήτημα. Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ουσιαστικά λειτουργεί. Αντιθέτως, η από κοινού ευρωπαϊκή προμήθεια εμβολίων, παρεμπιπτόντως μία επιτυχία κατά τη γνώμη μου, οφειλόταν στην έκτακτη κατάσταση λόγω της πανδημίας. Μόλις τώρα αρχίζουμε να προσεγγίζουμε τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υγειονομικής ένωσης.

Φυσικά οι τρέχουσες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας αποτελούν για εμάς την αφορμή να στηρίξουμε τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και την ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό και οι ηγέτες της Ε.Ε. ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την τελευταία συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Οκτώβριο να επεξεργαστεί τάχιστα μία δέσμη μέτρων».

Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας έχει ήδη ξεκινήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι οικονομολόγοι του ESM προτείνουν την αύξηση του ορίου χρέους από το 60% στο 100% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή -λόγω της πανδημίας- το μέσο ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη είναι στο 100%. Πώς βλέπετε αυτό το μέτρο;

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε στις 19 Οκτωβρίου μία ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία θέλει στο πλαίσιο των διαδικασιών διαβούλευσης να δώσει νέα ώθηση στη δημόσια συζήτηση, μεταξύ άλλων και αναφορικά με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η Επιτροπή εκφράζει αρχικά κατά τη διαδικασία αυτή ερωτήματα, δεν έχει καταθέσει ακόμη συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτή η διαδικασία διαβούλευσης, ως ένα πρώτο βήμα, θα διαρκέσει έως την 31η Δεκεμβρίου 2021. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της Επιτροπής, ο έλεγχος πρόκειται να ολοκληρωθεί πριν από το 2023. H Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση χαιρετίζει την επανέναρξη του ελέγχου, ο οποίος ξεκίνησε στις αρχές του 2020, αλλά διεκόπη λόγω της πανδημίας, και θα συμμετάσχει ενεργά στη δημόσια συζήτηση. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχει και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ) με προτάσεις, οι οποίες θα συμπεριληφθούν στη συζήτηση, το περιεχόμενο των οποίων μένει ωστόσο να εξεταστεί».

Σε πρόσφατη ομιλία σας, εκφράσατε την πεποίθηση ότι «η Γερμανία θα είναι και φέτος ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ελλάδα». Η Γερμανία παραδοσιακά είναι στρατηγικός επενδυτικός εταίρος της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία είναι στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των χωρών, στις άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα, με μερίδιο 20,5%. Τα τελευταία 20 χρόνια οι καθαρές άμεσες γερμανικές επενδύσεις υπολογίζονται κοντά στα 9 δισ. ευρώ. Ποιες προοπτικές και σε ποιους τομείς βλέπετε να διαμορφώνονται στο άμεσο μέλλον;

«Πράγματι, τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας δείχνουν ότι η Γερμανία παραμένει και το 2021 ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ελλάδα. Οι βάσεις για αυτό είχαν τεθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 με επενδύσεις ιδιαίτερα στους τομείς των υποδομών, του φαρμάκου και των υπηρεσιών. Με αυτό τον τρόπο, οι γερμανικές επιχειρήσεις συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό και το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στη διασφάλιση θέσεων εργασίας στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης που πέρασε ο κόσμος στην Ελλάδα.

Στις διμερείς μας οικονομικές σχέσεις υπάρχουν πολλοί “αφανείς πρωταθλητές”, ειδικά αν αναλογιστώ τον τομέα της πληροφορικής. Αλλά και μεγάλες, εδραιωμένες, γερμανικές επιχειρήσεις βλέπουν στην Ελλάδα νέες προοπτικές. Για παράδειγμα η Volkswagen συνεργάζεται εδώ κι έναν χρόνο με την Ελληνική Κυβέρνηση σε ένα διεθνώς αξιοπρόσεκτο πιλοτικό πρόγραμμα για την κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροκίνηση στην Αστυπάλαια, το οποίο έχει βρει ήδη μιμητές εδώ στην Ελλάδα. Ο μεγάλος γερμανικός ενεργειακός όμιλος RWE δραστηριοποιείται έντονα στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ηλιακή ενέργεια στη λιγνιτική περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και μάλιστα μέσω μιας πρόσφατης σύμπραξης (joint venture) με τη ΔΕΗ Ανανεώσιμες».

Θα ήθελα να περάσουμε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γνωρίζετε, βέβαια, ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία χαρακτηρίζονται από ένταση λόγω των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, της πολιτικής των «δύο κρατών» στην Κύπρο που επιδιώκει η Άγκυρα, αλλά και λόγω των μονομερών ενεργειών της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ποια είναι η θέση της Γερμανίας;

«Στεκόμαστε με ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο πλευρό των εταίρων μας, της Ελλάδας και της Κύπρου. Το περασμένο καλοκαίρι εργαστήκαμε εντατικά σε διπλωματικό επίπεδο, προκειμένου να μειωθεί η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και να ξεκινήσει ένας απευθείας διάλογος των δύο χωρών. Και τα δύο προς το παρόν επιτεύχθηκαν. Σχετικά με το Oruc Reis, το οποίο συζητείτο διαρκώς το περασμένο καλοκαίρι, αυτό το καλοκαίρι δεν υπήρξε τίποτε καινούργιο. Συνεχίζουμε να είμαστε πρόθυμοι να στηρίξουμε όλες τις ουσιαστικές προσπάθειες για τον σκοπό αυτόν. Από γερμανικής πλευράς η επίλυση των επίμαχων ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και ενδεχομένως μέσω της διεθνούς δικαιοσύνης.

Για την Κύπρο και το μέλλον της Κύπρου τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποτελούν το σημείο αναφοράς μας. Εμμένουμε ξεκάθαρα στην τήρηση αυτών. Η Γερμανία στηρίζει τη διεξαχθείσα ειρηνευτική διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών, κατά την οποία η διαπραγμάτευση στρέφεται γύρω από μία δικοινοτική, διζωνική λύση. Παρακολουθούμε με ανησυχία πως -απ’ ό,τι φαίνεται- δεν υπάρχει πλέον συναντίληψη αναφορικά με αυτό το δεδομένο ως βάση εκκίνησης. Πριν από μερικές ημέρες η Ε.Ε., άρα και η Γερμανία, παρέτεινε το καθεστώς των κυρώσεων ενάντια στην Τουρκία για έναν ακόμη χρόνο».

Ωστόσο, η προθυμία του Βερολίνου να μεσολαβήσει σε αυτές τις διαμάχες μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, φαίνεται να είναι περιορισμένη. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται από πολλούς Έλληνες ως πιο αξιόπιστοι εταίροι, που μπορούν να αντιταχθούν στον Τούρκο, αυταρχικό πρόεδρο Ερντογάν. Ποια είναι η άποψή σας;

«Όπως προανέφερα, η επίλυση επίμαχων ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Για να στεφθεί ένας τέτοιος διάλογος με επιτυχία, καλείται κυρίως η Τουρκία να απέχει από προκλήσεις. Έχω την εντύπωση ότι τμήματα της κοινής γνώμης εδώ στην Ελλάδα ασχολούνται πολύ περισσότερο με τον τόνο των δημόσιων τοποθετήσεων και δεν συνειδητοποιούν τι έχει επιτύχει η Γερμανία μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων, ώστε η Ελλάδα να περάσει φέτος ένα “ήρεμο καλοκαίρι”. Ο διπλωματικός τόνος που χρησιμοποιεί η Γερμανία στην περίπτωση αυτή αλλά και σε άλλες διενέξεις, αντιστοιχεί κατά τα λοιπά σε αυτόν των περισσοτέρων υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Η γερμανική διπλωματία στο Αιγαίο και την περιοχή μας εκλαμβάνεται από πολλούς Έλληνες ως μια προσπάθεια να ικανοποιηθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, και οι δύο πλευρές. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι συχνά αναρωτιούνται γιατί το Βερολίνο δείχνει ανοχή έναντι του Ερντογάν. Μήπως, λόγω του προσφυγικού; Ισχύει κάτι τέτοιο;

«Γνωρίζω ότι οι εντυπώσεις και οι απόψεις που διατυπώνετε κυριαρχούν σε ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν βάση. Η διπλωματική γλώσσα στις δημόσιες τοποθετήσεις και η διατήρηση του διαλόγου δεν θα πρέπει να παρερμηνεύονται ως ανοχή. Αναφορικά με την ουσία του θέματος έχουμε σαφείς θέσεις, τις οποίες και επικοινωνούμε. Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, είναι αποδεδειγμένα και προς το συμφέρον της Ελλάδας οι πρόσφυγες να παραμείνουν στην Τουρκία, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να συμβάλλει οικονομικά για τη φιλοξενία τους εκεί. Σε αυτό το ζήτημα υπάρχει απόλυτη ταύτιση των ελληνικών και γερμανικών συμφερόντων».

Το κόμμα των Πρασίνων που φαίνεται ότι θα μετάσχει στη νέα Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, έχει εκφράσει την αντίθεσή του στις εξαγωγές γερμανικών υποβρυχίων U-214 στην Τουρκία. Πιστεύετε ότι αυτό το θέμα θα συζητηθεί στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης;

«Οι εξαγωγές στρατιωτικού υλικού είναι ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα στη Γερμανία. Η Γερμανία ακολουθεί μία αυστηρή πολιτική εγκρίσεων. Οι μελλοντικοί κυβερνητικοί εταίροι εκφράζουν στο θέμα των εξοπλισμών άκρως διαφορετικές απόψεις και τάσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να συγκεραστούν σε έναν συμβιβασμό. Υπολογίζω ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης».

Μια τελευταία ερώτηση, για το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων για τα εγκλήματα των Ναζί στην Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και το κατοχικό δάνειο. Πιστεύετε ότι αυτό το κεφάλαιο έκλεισε οριστικά για την Ομοσπονδιακή Γερμανία;

«Η Γερμανία αναγνωρίζει την ιστορική της ευθύνη για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για την οδύνη και τη δυστυχία των θυμάτων του πολέμου και των διώξεων στην Ελλάδα την περίοδο 1941 έως 1944. Τα οικονομικά ζητήματα που άπτονται του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων και της ρύθμισης των κατοχικών δανείων, απαντήθηκαν οριστικά, αμετάκλητα και συναινετικά κατά την επανένωση της Γερμανίας. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες που υπέμειναν τον ζυγό της γερμανικής κατοχής στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Περισσότερα από 76 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η προσοχή μας θα πρέπει να εστιάζει στη διερεύνηση των κοινών μελλοντικών μας προοπτικών.

Πέραν αυτού, όμως, φέρουμε και την έμπρακτη ευθύνη να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη των θυμάτων. Ενώ η μνήμη της γερμανικής κατοχής συνεχίζει να διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη στην Ελλάδα, στη Γερμανία τα τρομερά εγκλήματα, που διαπράχθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ειδικά στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν έχουν τύχει της αρμόζουσας προσοχής στην αντίληψη του κοινού. Εντούτοις, αυτό δείχνει να αλλάζει τώρα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το σημαντικό πρόγραμμα προφορικών μαρτυριών των πανεπιστημίων του Βερολίνου και της Αθήνας ή τα κοινά προγράμματα για τη μνήμη μεταξύ γερμανικών κι ελληνικών σχολείων. Για εμένα είναι σαφές ότι η μνήμη της κοινής μας ιστορίας, και ιδιαιτέρως των σκοτεινών πτυχών της, είναι προϋπόθεση ώστε εμείς οι Γερμανοί και οι Έλληνες να διαμορφώσουμε μαζί το μέλλον μας στο πλαίσιο μίας στενής κι εγκάρδιας σχέσης αλλά και να δραστηριοποιηθούμε υπέρ μίας ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας σε μία ενωμένη Ευρώπη».

Αξιότιμε κύριε πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σας ευχαριστώ πολύ.

«Κι εγώ σας ευχαριστώ».

www.naftemporiki.gr


Επιστροφή στην αρχική σελίδα